ὄρνυσθ'

ὄρνυσθ'
ὄρνῡσθα , ὄρνυμι
ṛṇóti
pres ind act 2nd sg (epic)
ὄρνυσθε , ὄρνυμι
ṛṇóti
pres imperat mp 2nd pl
ὄρνυσθε , ὄρνυμι
ṛṇóti
pres ind mp 2nd pl
ὄρνυσθαι , ὄρνυμι
ṛṇóti
pres inf mp
ὄρνυσθε , ὄρνυμι
ṛṇóti
imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιδέξιος — και πιδέξιος, α, ο (AM ἐπιδέξιος, α, ον) [δεξιός] 1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι») 2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος») μσν. νεοελλ. το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”